- τυροφαγία
- η1. το να τρώει κανείς πολύ τυρί.2. το να γευματίζει κανείς με τυρί μόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυροφαγία — η, Ν [τυροφάγος] το να τρώει κανείς πολύ ή μόνον τυρί … Dictionary of Greek
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
ՊԱՆՐՈՒՏԻ — (տւոյ կամ տոյ, տիք, տեաց.) NBH 2 0596 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c, 14c գ. τυροφαγία (պանրակերութիւն). գրի եւ ՊԱՆՐՈՒՏԷ, ՊԱՆԴՐՈՒՏՈՒ. Շաբաթապահք յունաց՝ առանց միս ուտելոյ՝ ճաշակմամբ պանրոյ եւ կթոյ. մսկտուր. *Ասել՝ թէ աւանդ է մեր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)